46 γραμμές
		
	
	
	
		
			5,2 KiB
		
	
	
	
		
			Markdown
		
	
	
	
	
	
		
		
			
		
	
	
			46 γραμμές
		
	
	
	
		
			5,2 KiB
		
	
	
	
		
			Markdown
		
	
	
	
	
	
| 
								 | 
							
								+++
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								title = 'Οδηγός καλής συμπεριφοράς προς Linuxάδες'
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								date = '2000-04-01T00:00:00Z'
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								description = ''
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								author = 'Ευριπίδης Παπακώστας(mailto:evris@hellug.gr)'
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								issue = ['Magaz 24']
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								issue_weight = 5
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								+++
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								*Το κείμενο αυτό\... έχει νόημα :-). Ολόκληρο το κείμενο με τις σχετικές επεξηγήσεις, θα το βρείτε στο
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								[DiLiMa](http://baza.eeea.gr/article.php3?sid=20000530224100) που θα κυκλοφορήσει σύντομα.*
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								Ένα Παραμύθι με Νόημα
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								*\"Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα απόμακρο χωριό, ζούσαν δέκα ψαράδες. Την εποχή εκείνη, κανείς άλλος δεν ήξερε να ψαρεύει και ούτε ενδιαφερόταν για το ψάρεμα.
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								Αν μάλιστα οι ψαράδες έκαναν το αστείο να διδάξουν ψάρεμα στους ανθρώπους της πόλης, ή να τους δώσουν δωρεάν ψάρια εκείνοι τους κορόιδευαν και τους χλεύαζαν.*
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								*Οι κάτοικοι της πόλης, βλέπετε, τρώγανε μόνο έτοιμες προτηγανισμένες τηγανητές πατάτες που τους προμήθευε ο αφέντης μεγαλέμπορας.*
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								*Οι ψαράδες όμως επέμειναν. Σιγά σιγά, καλλιέργησαν και τη γη, κάναν μια μικρή φάρμα εκτροφής ζώων, άρμεγαν τα ζώα και επειδή ήταν όλοι φίλοι μεταξύ τους και
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								ήταν λίγοι σε πληθυσμό, ο καθένας έκανε ότι του άρεσε και το πρόσφερε δωρεάν και χαμογελαστά στους υπόλοιπους. Όποιος δεν μπορούσε να φέρει σε πέρας κάποια
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								δουλειά, μπορούσε να ρωτήσει τους παλιότερους κατοίκους του χωριού και εκείνοι με χαρά τον βοηθούσαν.*
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								*Σιγά σιγά, οι ταλαιπωρημένοι και στα πρόθυρα της ασιτίας κάτοικοι της πόλης ενδιαφέρθηκαν να μάθουν και αυτοί τον τρόπο ζωής του μικρού αυτού χωριού και
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								άρχισαν να μαζεύονται στα περίχωρα του χωριού.*
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								*Ο πληθυσμός του χωριού αυξήθηκε. Οι νέοι κάτοικοι απαιτούσαν σαν κακομαθημένα παιδιά τα δωρεάν ψάρια τους (λες και κάποιος τους τα χρώσταγε) και
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								κακοαναθρεμένοι όπως ήταν, άρχισαν να ζητάνε τσιπούρες, φιλέτο, λαχανάκια Βρυξελλών, πράγματα που οι παλιοί χωρικοί δε μπορούσαν (χωρίς τη συνεργασία των νέων)
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								να φτιάξουν.*
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								*Αλλά αυτό που πραγματικά έφερνε σε απόγνωση τους γέροντες του χωριού, ήταν η συμπεριφορά των νέων στο σχολείο. Δεν έκαναν τις εργασίες τους, δε διάβαζαν τα
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								βιβλία τους, δεν παίδευαν το μυαλό τους και δεν παρατηρούσαν τους γεροντότερους ώστε να προοδεύσουν. Αντί αυτού, συνεχώς έβριζαν τη δασκάλα τους όταν τους
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								εξηγούσε πως αν είχαν διαβάσει το βιβλίο δε θα χρειαζόταν να διακόπτουν συνέχεια το μάθημα και να ρωτούν τα ίδια και τα ίδια.*
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								*Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για πολύ καιρό, μέχρι που πέθαναν οι γεροντότεροι, χάθηκε η γνώση που είχαν και τελείωσαν από τις αποθήκες οι έτοιμες τροφές που
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								με τόσο κόπο συσσώρευαν.*
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								*Πεινασμένοι και απογοητευμένοι οι κάτοικοι της πόλης, ξαναγύρισαν στον παλιό αφέντη τους. Με σκυμμένο το κεφάλι, παραδέχτηκαν πως ήταν λάθος τους να φύγουν από
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								κοντά του και του ζήτησαν να τους πάρει στη δούλεψή του.*
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								*Αυτός άλλο που δεν ήθελε. Τώρα πια όλοι δουλεύουν γι\' αυτόν, για μια μερίδα προτηγανισμένες σάπιες πατάτες και κανένας δεν έχει μείνει για να επαναστατήσει
							 | 
						|||
| 
								 | 
							
								εναντίον του.\"*
							 |